μανιφατούρα

μανιφατούρα
η
(λ. ιταλ.), προϊόν χειροτεχνίας: Είδη μανιφατούρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μανιφατούρα — η κάθε είδος χειροτεχνικών ή βιομηχανικών προϊόντων, ιδίως υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manifattura] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”